- ἱκετώσυνα
- ἱκετώσυνα (sc. ἱερά), τά,A purifications, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱκετώσυνα — purifications neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερεώσυνα — ἱερεώσυνα και ἱερειώσυνα και ἱερώσυνα, τὰ (Α) το κομμάτι τού σφαγμένου ζώου που δινόταν στον ιερέα μετά τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ιερώσυνα < ιερός + κατάλ. ώσυνα, ουδ. πληθ. αντί ωσύνη (πρβλ. ικετώσυνα). Για το ω τού τ. βλ. λ. ιερωσύνη. Οι τ.… … Dictionary of Greek
ικετώσυνος — ἱκετώσυνος, ον (Α) φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το ω τού τ. οφείλεται στον νόμο τής ρυθμικής εκτάσεως] … Dictionary of Greek